Βεργίνα – Πέλλα
Οι αρχαιολογικοί θησαυροί του λαμπρού μακεδονικού βασιλείου του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του πατέρα του, του Φιλίππου Β’, όπως περιγράφονται από τον Ηρόδοτο, σε καλούν σε ένα μοναδικό ταξίδι για να τους γνωρίσεις από κοντά, ζωντανεύοντας λίγη από τη χαμένη αίγλη της αρχαίας μακεδονικής πρωτεύουσας των Αιγών.
Η εκδρομή σε ταξιδεύει σε τρεις θεμελιώδεις περιόδους της ελληνικής ιστορίας: την αρχαιοελληνική, τη Βυζαντινή και τη σύγχρονη. Αρχαίο πνεύμα, παράδοση και κατάνυξη αποκαλύπτονται με φόντο το φυσικό κάλλος της περιοχής και τη θέα του μακεδονικού κάμπου, που ταξιδεύει το βλέμμα ως την άκρη του ορίζοντα.
ΒΕΡΓΙΝΑ
Αιγές ονομαζόταν η πρωτεύουσα του βασιλείου της αρχαίας Μακεδονίας. Η πόλη ιδρύθηκε από τον Περδίκκα Α’, τον πρώτο βασιλιά των Μακεδόνων, στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. και αναπτύχθηκε σημαντικά στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., όταν βασιλιάς του μακεδονικού βασιλείου ήταν ο Αλέξανδρος Α’. Στα τέλη του ίδιου αιώνα, κατά τη βασιλεία του Αρχέλαου Α’, οι Αιγές φιλοξένησαν διάσημους καλλιτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους της εποχής, που εμπνεύστηκαν και ομόρφυναν με τα έργα τους την πόλη. Μεταξύ αυτών, ο ζωγράφος Ζεύξις διακόσμησε με τις υπέροχες τοιχογραφίες του το βασιλικό ανάκτορο και ο τραγωδός Ευριπίδης συνέθεσε στις Αιγές τις τελευταίες τραγωδίες του: τον «Αρχέλαο» και τις «Βάκχες».
Ο Φίλιππος Β’, βασιλιάς των Μακεδόνων, και οι Αιγές τον επόμενο αιώνα έφτασαν στο απόγειο της ακμής τους. Ο ένδοξος βασιλιάς και πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου κάλεσε στην αυλή του παλατιού του διανοούμενους από όλη την Ελλάδα, ενώ προχώρησε στην κατασκευών νέων λαμπρών οικοδομημάτων που αναβάθμισαν σημαντικά την αισθητική της πόλης. Παρ’ ότι νέα πρωτεύουσα των Μακεδόνων είχε ανακηρυχθεί η Πέλλα ήδη από την εποχή του βασιλιά Αρχέλαου Α’ και η μεγάλη θρησκευτική γιορτή προς τιμήν του Δία είχε μεταφερθεί στο Δίον, οι Αιγές παρέμειναν ο τόπος ταφής των βασιλέων και πραγματοποίησης των ιερών τελετών και των μεγάλων γιορτών του μακεδονικού βασιλείου.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε από τις Αιγές την εκστρατεία του το 334 π.Χ. για την κατάκτηση σχεδόν όλου του ως τότε γνωστού κόσμου. Τις πολύχρυσες Αιγές διάλεξε, επίσης, ο μεγάλος στρατηλάτης ως τόπο ταφής του δολοφονημένου πατέρα του, του Φιλίππου Β’, δύο χρόνια νωρίτερα, το 336 π.Χ., σε μία μεγαλειώδη νεκρώσιμη τελετή προς τιμήν του. Οι Αιγές συνέχισαν να ακμάζουν για δύο αιώνες ακόμη, ενώ εξακολούθησαν να κατοικούνται έως και μετά την κατάκτησή τους από τους Ρωμαίους, το 168 π.Χ., μέχρι να πέσουν τελικά στη λήθη του χρόνου.
Το όνομα Βεργίνα δόθηκε στην περιοχή δύο χιλιετίες αργότερα, το 1923, προς τιμήν της θρυλικής βασίλισσας Βεργίνας, της τελευταίας Ελληνίδας ηγεμόνος της περιοχής και γόνου της οικογένειας των Παλαιολόγων, πριν από την οριστική άλωση της Βέροιας από τους Οθωμανούς το 1433. Η σύγχρονη κωμόπολη της Βεργίνας κατοικήθηκε από ντόπιους και πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και της Βουλγαρίας, σε απόσταση αναπνοής από τα θεμέλια του αρχαίου μακεδονικού βασιλείου. Κάτω από τα πόδια των νέων κατοίκων της περιοχής, εν αγνοία όλων, βρισκόταν κρυμμένος μεταξύ άλλων ο τάφος ενός από τους μεγαλύτερους βασιλείς της Μακεδονίας, αλλά και όλου του αρχαιοελληνικού κόσμου, περιμένοντας να ξανάρθει στο φως μετά από είκοσι τρεις αιώνες.
Η ιστορική στιγμή για την παγκόσμια πολιτιστική κοινότητα έφτασε το 1977 και 1978 όταν, κατά την ανασκαφή που διηύθυνε ο καθηγητής αρχαιολογίας Μανόλης Ανδρόνικος, ανακαλύφθηκαν ασύλητοι, ανέγγιχτοι από κάποιο ανθρώπινο άπληστο χέρι, πρώτα ο τάφος του Φιλίππου Β’ κι ύστερα ο τάφος του εγγονού του και γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αλέξανδρου Δ’. Τόσο ο πατέρας όσο και ο γιος του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχαν τραγικό τέλος: ο Φίλιππος μαχαιρώθηκε και ο Αλέξανδρος Δ’ δηλητηριάστηκε από σφετεριστές του θρόνου. Οι τάφοι τους άφησαν ως παρακαταθήκη στους σύγχρονους καιρούς ένα δείγμα από τη λαμπρότητα της εποχής κατά την οποία έζησαν οι δύο Μακεδόνες βασιλείς, διασώζοντας και προβάλλοντας την πάλαι ποτέ αίγλη του βασιλείου της αρχαίας Μακεδονίας.
Το «Αστέρι της Βεργίνας» – ο δεκαεξάκτινος ήλιος και σύμβολο της μακεδονικής δυναστείας – βρίσκεται επάνω στην αριστοτεχνική λάρνακα που περιείχε τα αποτεφρωμένα απομεινάρια του Φιλίππου Β’. Πρόκειται για το συγκλονιστικότερο εύρημα των ανασκαφών, η οποία συνεχίζεται ως σήμερα, και έφερε στην επιφάνεια μεγάλο αριθμό κτερισμάτων από χρυσό. Μαζί και τη μικρότερη λάρνακα με το δωδεκάκτινο αστέρι, όπως και τα στεφάνια από φύλλα και καρπούς βαλανιδιάς. To μουσείο στη σημερινή του μορφή παρουσιάζει ένα έξυπνο «τρικ»: τα ταφικά κτίσματα έχουν εγκιβωτιστεί, ώστε να προστατεύονται ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύονται και ο λόφος – η «μεγάλη Τούμπα» – έχει επαναχωματωθεί, ώστε να φαίνεται όπως ήταν πριν από τις ανασκαφές.
Ο «τάφος της Περσεφόνης» και ένας τέταρτος τάφος που θεωρείται ότι ανήκε στον βασιλιά Αντίγονο Γονατά, με την εντυπωσιακή δωρική είσοδο, είναι οι υπόλοιποι επισκέψιμοι τάφοι εντός του λόφου, εκτός από του Φιλίππου Β’ και του Αλέξανδρου Δ’, οι οποίοι, όμως, βρέθηκαν συλημένοι. Ο «τάφος της Περσεφόνης» είναι διακοσμημένος με μια εξαίσια τοιχογραφία με θέμα την αρπαγή της Περσεφόνης, της κόρης της θεάς Δήμητρας, από τον Άδη, τον μοχθηρό θεό του Κάτω Κόσμου.
Η UNESCO ανακήρυξε το 1996 το μουσείο και τον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας ως Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, συμπεριλαμβάνοντάς τα στον σχετικό κατάλογο.
ΠΕΛΛΑ
Η αρχαία πόλη της Πέλλας «έκλεψε» την αίγλη των Αιγών στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., όταν ο μακεδόνας βασιλιάς Αρχέλαος Α’ την έχρισε νέα πρωτεύουσα του βασιλείου του. Τα αρχαία χρόνια, η Πέλλα ήταν παραθαλάσσια και αποκαλούνταν η «μεγίστη των εν Μακεδονία πόλεων» από τον μεγάλο ιστορικό της αρχαιότητας Ξενοφώντα. Στα χρόνια του βασιλιά Φιλίππου Β’, η πόλη συνέχισε να ανθεί, φτάνοντας στο μέγιστο της ακμής της στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος έκανε τη λαμπρή πρωτεύουσα του βασιλείου του γνωστή μέσω των κατακτήσεών του, σε όλο τον έως τότε γνωστό κόσμο.
Η Πέλλα παρέμεινε πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου μέχρι την κατάλυσή του από τους Ρωμαίους, οπότε η πρωτεύουσα λεηλατήθηκε και οι θησαυροί της κατέληξαν στη Ρώμη. Στο σύγχρονο μουσείο της Πέλλας, που εγκαινιάστηκε το 2009, εκτίθεται πλήθος αντικειμένων από την ιδιωτική και δημόσια ζωή των κατοίκων της αρχαίας Πέλλας, από τα θρησκευτικά κτήρια και τους χώρους ταφής τους, όπως και εξαίσια επιδαπέδια ψηφιδωτά.
Τα δύο πιο εντυπωσιακά από αυτά, το ψηφιδωτό του κυνηγιού του ελαφιού και το ψηφιδωτό με την απαγωγή της Ελένης από το Θησέα – η μεγαλύτερη ως σήμερα γνωστή ψηφιδωτή παράσταση στον ελληνικό χώρο – βρίσκονται στον αρχαιολογικό χώρο, στο σημείο όπου βρέθηκαν, και είναι ανοιχτά στο κοινό καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού.